ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

«Ο αρχαίος ελληνικός μύθος αρχέγονος και αιφνιδιαστικά νέος, πολυχρησιμοποιημένος, αλλά πάντα πρωτότυπος, διακειμενικός και αυτοτελής, άχρονος και βαθιά ριζωμένος στα εδάφη της ιστορίας» αποτελεί πηγή έμπνευσης πολλών νεοελλήνων λογοτεχνών.Στη νεοελληνική ποίηση του 20ου αιώνα παρατηρείται ένα επαναλαμβανόμενο πρότυπο μιας σχετικής ανακύκλωσης των ελληνικών κλασικών μυθολογικών μορφών.  Πολλοί ποιητές εμπνέονται από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους  τους χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους στην ποίησή τους.  Μερικοί ποιητές,  για παράδειγμα,  χρησιμοποιούν τους μύθους ως συγκεκριμένα πλαίσια αντίληψης και συνείδησης,  τα οποία τους επιτρέπουν να  «χαράξουν»  την ποιητική τους έκφραση.  Για άλλους πάλι, είναι μέσο με το οποίο μπορούν να μεταδώσουν μηνύματα κωδικοποιημένα και κρυπτογραφημένα τα οποία πίσω από την αρχετυπική τους όψη κατέχουν βαθιές έννοιες και απόψεις ή αποτελούν κάτι πολύ προσωπικό. Μέσα από τις παραμέτρους της μυθολογικής δύναμης λοιπόν, πολλοί ποιητές καταφέρνουν να εκφράσουν ιδέες και αισθήματα με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αμέτρητα είναι τα παραδείγματα συγγραφέων και ποιητών και γενικά καλλιτεχνών, ελλήνων και ξένων, οι οποίοι εμπνεύστηκαν και εμπνέονται ακόμα από την ελληνική μυθολογία για τα δημιουργήματά τους. Μερικά παραδείγματα αυτής της ανακύκλωσης των αρχαιοελληνικών μύθων παρμένα από διάφορες ιστορικές περιόδους είναι π.χ. η Αντιγόνη του Σοφοκλή, του Ζαν Ανούιγ και του Βιτόριο Αλφιέρι, η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη και του Ντέρεκ Γουόλκοτ, ο Οδυσσέας του Τζαίημς Τζόυς και ο Προμηθέας του Αισχύλου, της Μαίρης Γούλστονκραφτ Σέλλεϋ, του Πέρσυ Βυς Σέλλεϋ και του Αντρέ Ζίντ. Αναμφίβολη και διαπεραστική λοιπόν η επίδραση και επιρροή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας στον τομέα της τέχνης και δημιουργίας. Ο Καβάφης ανακαλεί αρχαίους ελληνικούς μύθους, προστρέχει στα πρωτότυπα καλούπια και συγκεκριμένα στον ομηρικό οδυσσειακό μύθο της επιστροφής,  εμπνέεται από την Οδύσσεια του Ομήρου και από τους μύθους που πηγάζουν από αυτή για να γράψει το ποίημά του «Ιθάκη» .



Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. 

Όπως στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, έτσι και σε αυτή του Γιώργου Σεφέρη, παρατηρείται μια πολύ συχνή αναφορά στους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Φαίνεται ότι ο Σεφέρης είναι γνώστης των αρχαίων ελληνικών κειμένων και της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας καθώς η ποίησή του ξεκάθαρα ξεχειλίζει από μύθο και αρχαίο ελληνικό και λαϊκό στοιχείο. Η ανακύκλωση ή η επαναχρησιμοποίηση του μύθου ως ιδεολογικό πλαίσιο, ως συγκεκριμένο σημείο αναφοράς φορτωμένο με νόημα φαίνεται να «διευκολύνει» ή μάλλον να επιτρέπει στον Σεφέρη να εκφράσει αυτό που αισθάνεται και σκέφτεται με πιο δυναμικό, επιτήδειο και αυτοτελή τρόπο. Όπως λέει και ο ίδιος:
"Όταν ο μύθος ήταν κοινή αίσθηση, ο ποιητής είχε στη διάθεσή του ένα φορέα ζωντανό, μια συναισθηματική ατμόσφαιρα έτοιμη, όπου μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα για να πλησιάσει τους γύρω του ανθρώπους· όπου μπορούσε ο ίδιος να διατυπωθεί. Μια λέξη, ανεξάρτητα από την επιτηδειότητα του τεχνίτη, μπορούσε να ξυπνήσει μέσα στις ψυχές έναν ολόκληρο κόσμο φόβου ή ελπίδας. Δεν έχουμε τίποτε στις σύγχρονες γλώσσες μας που να ισοδυναμεί σε βάρος ή σε καθολικότητα ή σε συναισθηματικό πλούτο με την απλή λέξη Σεμναὶ της εποχής του Αισχύλου".
ΕΛΕΝΗ
ΤΕΥΚΡΟΣ
... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
.................................................................
ΕΛΕΝΗ
Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
....................................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ
Τί φῄς;
Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»


Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
                                                η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
                                                Το φεγγάρι
βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
                        Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
                        Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
                                                αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
.
 Ο Γιώργος Σεφέρης ενδιαφέρεται στο ποίημά του «Ελένη» περισσότερο για την αντίδραση του Τεύκρου, όταν μαθαίνει στην Αίγυπτο από τη βασίλισσα της Σπάρτης την αλήθεια για εκείνην και για τον τρωικό πόλεμο. Εγκατεστημένος, αργότερα, στην Κύπρο, ο Tρωικός ήρωας θυμάται ξανά τη συ-
νάντησή τους και φιλοσοφεί· εκείνη δεν την έχει φθείρει ούτε η αγωνία ούτε η ξενιτιά, ενώ χάθηκαν τόσοι που πήγαν να πολεμήσουν για χάρη της. Η εμπιστοσύνη του στους θεούς έχει κλονιστεί και η θυσία δεν έχει νόημα:
«τόσα κορμιά ριγμένα..........
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη ».

Οι νεοέλληνες ποιητές  γνωρίζουν στο σύνολό του τον μύθο της Ελένης· τη ζωή της στη Σπάρτη, στην Τροία και στην Αίγυπτο. Στη νεοελληνική ποίηση γίνεται λόγος για τη θεϊκή της καταγωγή, την εκθαμβωτική της γοητεία, τις μαγικές της ικανότητες, για τον αινιγματικό της χαρακτήρα, την ερωτική της διάθεση και, τέλος, για τις σχέσεις της με τους θεούς. Στη συνέχεια αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
 Ο Κωστής Παλαμάς, για παράδειγμα, παρουσιάζει την Ελένη ως θείο πλάσμα, όμορφη, φωτεινή και αγνή που κερδίζει, εξ αιτίας της αντοχής της σε διάφορους πειρασμούς, τη θέση της στα Ηλύσια Πεδία.
Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·*
είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.

Κωστή Παλαμά Άπαντα

 Ο Άγγελος Σικελιανός, συν τοις άλλοις, την υμνεί στο “Πάσχα των Ελλήνων” ως θεά που προστατεύει τα ιδανικά της ζωής, τον έρωτα την αγωνιστικότητα και την ενότητα εκείνων που υπερασπίζονται αυτές τις αξίες:
Ακέρια μες στα στήθη μας μαζώχτηκε η πατρίδα·
κι έργο της, λόγος, όνειρο βαθειά τους αντηχεί,
σαν από δόρυ ορμητικό, βογκώντας μιαν ασπίδα
που πίσωθέ της άγρυπνη παραφυλάει ψυχή!

 Στην «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη η Ελένη είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του έργου,που ζουν στην εποχή μετά τον Tρωικό πόλεμο. Διατηρεί τη γοητεία της, τον δυναμισμό της και την ερωτική της ζωντάνια· όταν τη συναντά ο Οδυσσέας στη Σπάρτη, εκείνη αποφασίζει να φύγει μαζί του και να χαρεί την ελευθερία, τον έρωτα και τη γνώση που προσφέρουν τα θαλασσινά ταξίδια.Επιπλέον, η Ελένη γίνεται σύμβολο της ομορφιάς της ζωής και της φύσης. Γι’ αυτό, προς το τέλος του έργου, όταν οι παλιοί σύντροφοι πολεμιστές στην Τροία αναρωτιούνται για το νόημα που είχε ο αγώνας τους, αφού η Ελένη μπορεί να ήταν και φάντασμα, παίρνει τον λόγο το πιο νέο παλικάρι και λέει:
«Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...»
Ενδεικτικά  είναι  και τα αποσπάσματα  που ακολουθούν.

Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα. Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»

 Γ. Mανουσάκης Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα

Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους -
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Γιάννη Ρίτσου Ελένη

Στην ποίησή του, ο Οδυσσέας Ελύτης κάνει χρήση πολλών αρχαιοελληνικών μυθικών στοιχείων. Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται σε αυτά τα στοιχεία είναι μοναδικός και παίρνει διάφορες μορφές με σκοπό να προικίσει ο ποιητής την ποίησή του με κάτι νοηματικά και σημασιολογικά ανώτερο. Στο ποίημα "Η Οδύσσεια", ο Ελύτης χρησιμοποιεί τον τίτλο του ομηρικού έπους Η Οδύσσεια ως τίτλο του δικού του ποιήματος. Με αυτό τον τρόπο, πριν καν ξεκινήσει κανείς την ανάγνωση του ποιήματος, έχει ήδη εξοπλιστεί με ένα σημασιολογικό πλαίσιο μέσα από το οποίο μπορεί να εμβαθύνει την κατανόηση και ερμηνεία του ποιήματος. Επίσης, ο Ελύτης παραθέτει  μέσα στο ποίημα του στίχους από την Οδύσσεια του Ομήρου. Είναι φανερή η επιθυμία του Ελύτη να προσφύγει και να χρησιμοποιήσει αρχαιοελληνικά Επιστρέφει λοιπόν ο Ελύτης στους αρχαίους ελληνικούς μύθους με διαφόρους τρόπους και για διαφόρους λόγους. Στο ποίημά του Η Οδύσσεια, αναφέρει την χώρα των Λωτοφάγων και την Αιολία, που είναι και αυτά μυθικά οδυσσειακά στοιχεία. Με την αναφορά του στην Αιολία, παραδείγματος χάρη, ο Ελύτης μάλλον δεν στέκεται μόνο στον μυθικό Αίολο και κύριο των ανέμων, αλλά σκαλίζει να βρει τις ρίζες του ελληνικού έθνους όπου οι Αιολείς μαζί με τους Δωριείς, τους Ίωνες και τους Αχαιούς αποτελούν μια από τις τέσσερις αρχαίες φυλές του ελληνικού έθνους. Ο Ελύτης δεν παραθέτει απλά τους μύθους. Δεν καταδέχεται να γίνει ο αρχαιοελληνικός μύθος, με την κλασική του σημασία, φορέας της ερμηνείας του ποιήματός του, αλλά αντιθέτως αναδημιουργεί τον μύθο δίνοντάς του προσωπικές διαστάσεις. Όπως λέει και ο ίδιος ο Ελύτης: "Ουδέποτε χρησιμοποίησα αρχαίους μύθους με τον συνηθισμένο τρόπο. Αναμφισβήτητα είναι πολύ ωφέλιμη για έναν Έλληνα ποιητή η χρήση αρχαίων μύθων, γιατί έτσι γίνεται πιο προσιτός στους ξένους. Ο Έλληνας ποιητής που μιλεί για Αντιγόνη, τον Οιδίποδα κ.τ.λ., κινείται σε μια περιοχή αρκετά γνώριμη με τη βοήθεια αυτών των μυθικών μορφών μπορεί να σχολιάσει σύγχρονα γεγονότα. […] Εφόσον πρώτιστη έγνοια μου ήτανε να βρω τις πηγές του νεοελληνικού κόσμου, κράτησα τον μηχανισμό της μυθογένεσης αλλά όχι και τις μορφές της μυθολογίας".
Ο Ελύτης, λοιπόν, αγκαλιάζει ό,τι έχει σχέση με τις «πηγές του ελληνικού κόσμου», δηλαδή πολιτισμό, κουλτούρα, ιστορία, φύση, μυθολογία, γλώσσα, κ.τ.λ., και πλάθει με αυτά τα στοιχεία μια δική του πραγματικότητα, μια σύγχρονη, δημιουργική και λογοτεχνική, ποιητική πραγματικότητα.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες     μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά     
μια ν' ανεβαίνουνε ως τα ύψη πάλι

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά    μ' ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές  κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά     ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι     ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες     προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας μπατάρει

Έτσι κι αλλιώς     στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε

Π ρ ό σ ω

Και με προσοχή     σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα  κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

Πρόσω ήρεμα

Έπρησεν δ' άνεμος μέσον ιστίον αμφί δε κύμα στείρη  πορφύρεον
μεγάλ' ίαχε νηός ιούσης

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο    
 ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη     
άλλοτε ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν 
στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό

Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες    
μικρά λευκά παιδιά  μηδαμινά στο ζύγι  έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά

Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ' τους δρόμους τους γνωστούς     
όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα 
έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες

Δόξα να 'χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ' αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ' αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα  μπουκαλά-
κια με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες

Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη 
που την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω 
μόνο αυτή μου παραστέκει 

Όλο δεξιά

Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι  που οι στεριές αργούσαν να φανούν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες άλλ' οι άλλοι που μάκρυναν  αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας

Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα

Μ' άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή
απ' της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε
γνώση απ' τα βουνά)

Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο 
παραδείγματος χάριν «Το νερό που 'σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου»
ή «τίποτα να μην έχω εγώ μονάχα εσένα»

Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές
φορές μου το 'παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια και άλλα οπωρικά

Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη

Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ     
κι ολοένα σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε
οι εφτά σοφοί του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος    
ο Ιμπν Αλ Μανσούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος  ο Χάρντενμπεργκ
ο Γιώργης ο ψαράς  κι ο Αντρέας Μπρετόν

Γραμμή

Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να μπεις     έτσι
στα μέλλοντα θέλει ευπιστία

Θέλει να 'χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή
που το ρόδι το βάζουν στο κρεβάτι    κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί

Κάπου εκεί πρέπει να 'τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή  επειδή

Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη  που 'χε
από το 'να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ' τ' άλλο τ' ασημένια     
μες στην κλειδαρότρυπα τις είχα

Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε 
μια δω μια κει κι εγώ το ισορροπούσα

Με λαχτάρα να δω     πως το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει
απ' τ' άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο
αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νεράκι μέντας μου έτρεχε στον
ουρανίσκο άντρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα 'χα κι εγώ

Κράτει

Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο
σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:

Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι

Πόντισον 

Έσκυβα ν' ακούσω μέσα μου

Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε     που
δεν ήξεραν τα φούλια     κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγα-
πηθεί

Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα     που σ' έπιανε από τα
ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική     του ψίλυθρου τα χνότα και το κά-
τουρο του δέντρου     άξαφνα η άλλη όψη

Ριπιδωτός ιωδόκοσμος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα     τα
σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου

Που  και  μόνον  το  παγόνι  του  έπιανε  μια  τετραωρία  επάνω  στα
νερά     με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας

Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών και τεσσάρων ημερών
απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια

Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν

Αλλ' ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή  και τότε όλο το
σύδεντρο αγκυροβολούσε.







Άλλα ποιήματα εμπνευσμένα από την αρχαιοελληνική μυθολογία είναι και τα παρακάτω:


Το τέταρτο ποίημα της Σαπφούς σε πανελλήνια πρώτη, μεταφρασμένο από τον ποιητή Σωτήρη Κακίση.
                        
Eσείς, παιδιά, να ψάχνετε της ποίησης τα δώρα
μες στων Μουσών τις αγκαλιές, στην ομορφιά της λύρας.

Eμένα πάει, γέρασε το τρυφερό μου δέρμα,
γίνανε άσπρα τα μαλλιά που ήτανε πρώτα μαύρα.

Bάρυνε πια η ψυχούλα μου, τα πόδια δεν βαστάνε,
που στο χορό πετάγανε, λιγνά σαν ελαφάκια.

Στεναχωριέμαι και πονώ. Mα πώς αλλιώς να γίνει;
O άνθρωπος είναι θνητός, το ξέρει, θα γεράσει.

Δεν λένε πως τον Τιθωνό η Αυγούλα η ροδοχέρα
ερωτευμένη έκρυψε στην άκρη αυτού του κόσμου,

Kι ήτανε νέος κι όμορφος. Mα τσάκισε κι εκείνος
με τον καιρό. Kι ας έζησε μ’ αθάνατη γυναίκα.

Η Ηώς είχε ερωτευτεί τον Τιθωνό,τον αδερφό του Πριάμου,του βασιλιά της Τροίας,τον παντρεύτηκε και ζήτησε από τους θεούς να τον κάνουν αθάνατο...Παρέλειψε όμως να ζητήσει και την αιώνια νεότητα...Έτσι εκείνος,σιγά σιγά μαράζωνε και συρρικνώθηκε τόσο πολύ,ώστε δεν του έμεινε τίποτα άλλο παρά μόνο η φωνή του...
Η Ηώς τότε τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε τζίτζικα.
Κ.Π. Καβάφη, Διακοπή (1901)
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και της Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Αλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ΄ επεμβαίνει.
Το ποίημα είναι εμπνευσμένο την ελληνική μυθολογία.Η θεά Δήμητρα, χθόνια θεά, (Δα+μάταρ, Δη+μήτηρ=μητέρα γη) αναζητά την κόρη της Περσεφόνη, που έχει απαγάγει ο Πλούτων και την κρατεί στα σκοτεινα παλάτια του κάτω κόσμου. Κατά τις περιπλανήσεις της φτάνει και στην Ελευσίνα κατάκοπη, όπου οι βασιλείς του τόπου της προσφέρουν φιλοξενία και της εμπιστεύονται το γιο τους να τον αναθρέψει, μη γνωρίζοντας φυσικά ποια ήταν η πανώρια γιγαντόσωμη θεά και κάτοχος των μυστικών της γεωργίας. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης η χθόνια θεά αποφασίζει να κάνει το γιο του βασιλικού ζεύγους της Ελευσίνας αθάνατο. Και αρχίζει να μυεί το βασιλικό βρέφος στην αθανασία με ειδικά προς τούτο βότανα και τη φωτιά. Η Μετάνειρα όμως μη γνωρίζοντας το θείο δώρο, που της ετοιμάζει η Δήμητρα, ορμά τρομαγμένη και με ξέπλεγα μαλλιά από τα βασιλικά δώματα αρπάζει το γιο της και διακόπτει το έργο της θεάς. Έτσι, στην προσπάθειά της να τον σώσει από το θάνατο, στερεί το γιο της από το πολύτιμο δώρο της αθανασίας, που μόνο ένας θεός μπορεί να προσφέρει. Κι αυτό γιατί δεν γνωρίζει.
Ο Πηλεύς, βασιλεύς της Φθίας, έλαβε τη χάρη από τους θεούς να παντρευτεί θνητός αυτός τη θεά Θέτιδα και μαζί της έκανε ένα γιο, τον Αχιλλέα, δυνατό, ρωμαλέο, γενναίο, ήρωα, αλλά θνητό. Όταν η Θέτις αντιλήφθηκε ότι ο γιος της ήταν θνητός και η μοίρα του ήταν ο θάνατος, ανέλαβε αμέσως το έργο να τον κάνει αθάνατο. Το μέσον προς την αθανασία ήταν πάλι η φωτιά. Κρατώντας τον λοιπόν από τη φτέρνα πάνω από τη φωτιά, τον προετοίμαζε για την αθανασία. Αλλά και πάλι το έργο της ανατράπηκε από το θνητό Πηλέα, ο οποίος αντιδρώντας ενστικτωδώς από το φόβο του θανάτου όρμησε στη Θέτιδα .
                                                                                               Αυγουλάς Δημήτρης 

Ένας άλλος μύθος, αυτός των Ατρειδών ενέπνευσε επίσης τους Γ. Ρίτσο και Ν. Μπακόλα σε δύο νεότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στην Τέταρτη Διάσταση και συγκεκριμένα, στα ποιήματα Αγαμέμνων, Ορέστης, Το Νεκρό Σπίτι, Η επιστροφή της Ιφιγένειας, Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού του Γιάννη Ρίτσου και στον Κήπο των Πριγκίπων του Νίκου Μπακόλα.
Μια καταραμένη οικογένεια οδηγείται από γενιά σε γενιά στην καταστροφή, ενώ τα προβλήματα του οίκου μετατρέπονται σε προβλήματα της πόλης. Συνεχόμενοι θάνατοι, αλληλοσκοτωμοί, θύτες και θύματα μέλη της ίδιας οικογένειας, αλλά και όσοι συνδέονται μαζί τους. Προφανώς σε αυτόν το μύθο βρίσκουν τα κατάλληλα σύμβολα, για να εκφράσουν τους σύγχρονους προβληματισμούς τους. Μέσα από το μύθο δίνεται και η δυνατότητα στο σύγχρονο αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στις υπαρξιακές ανησυχίες και στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Γιάννης Ρίτσος, Ορέστης
 
Άκου, - δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ' αυτή τη νύχτα την ελληνική - τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μάς κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση - να 'μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ' τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις τού μαύρου δέρματός της.

Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ' εμείς, με την ωραία
χαρά τής αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ' τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας - μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί τού σανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεμπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ' ασημένια φύλλα τής νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος τής κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ' τα νύχια μας.

Άκου την, - η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κ' είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο η άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία τού κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, που γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ' αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.

Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει η φωνή τής γυναίκας
ας σταθούμε πιο κάτου - όχι στους τάφους των προγόνων
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, - εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τι όμορφη νύχτα -
κάτι δικό μας, που μακραίνει, αποσπασμένο από μάς, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε - πότε κάτω απ' τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) - αυτή η μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,

μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ' ετοιμαζόμουνα γι' αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος -
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια - τάδες; - τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκίνησαν απ' τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες τής εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, - δεν τρομάζουν κανένα, - με
μιαν έκφραση σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε - πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα τής νύχτας.

Ανέτοιμος, ναι - δεν το μπορώ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα - όχι λιγοψυχία, - ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι τής πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο - λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κ' εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ' ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ' το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι - ολότελα άγνωστο - και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, -
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν' αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
αλλά μιας μόνον - όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη - το 'να της μάτι κλειστό και τ' άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντάς μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντεμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.

Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν' αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κ' η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ' την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον διαμελισμό και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος που κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα - ένα μόνο του, σ' ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ως τον ορίζοντα
πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας - ή μήπως
γι' αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ' τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ' τούς τάφους και τον τάφο μας;
Δεν ξέρω




 [Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Το νεκρό σπίτι (απόσπασμα)

Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας

(Απ' όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κ' η μια τρελάθηκε.
Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον,
στο Άργος - σύγχυζε τη μυθολογία, την Ιστορία και την Ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν
και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κ' είναι αυτή που μου
μίλησε το βράδυ που τους έφερα απ' την ξενιτειά ένα μήνυμα του θείου τους
- αδελφού τού πατέρα τους. Η άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου.
Πότε-πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε η μεγάλη):

Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι -
μικρές, που λέει ο λόγος, - από χρόνια γεράσαμε κ' εμείς,
είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κ' οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε.
Δεν ξέρουμε
πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε
να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο - μια ζωή περάσαμε δω μέσα -
είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ - δεν μπορείς να τούς πουλήσεις -
κι άλλωστε ποιος τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμε
απ' το ‘να σπίτι στ' άλλο, απ' τη μια συνοικία στην άλλη, -
πολύ κουραστικό κ' επικίνδυνο - βολεύτηκαν εδώ
άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ' το τραπέζι,
άλλος πίσω απ' τη ντουλάπα ή πίσω απ' τα τζάμια τής βιβλιοθήκης,
άλλος μες στο γυαλί τής λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής πως πάντα του,
άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ' τούς δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους
που γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες τής μικρής αδελφής μου.

Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,
το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,
τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,
μεγάλους δίσκους ασημένιους που καθρέφτιζαν άλλοτε
ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,
κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,
μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,
δικά μας και μαζί των πεθαμένων - όλα ανάκατα -
γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα καπέλα τής μητέρας,
το πιάνο, τις κιθάρες, τους αυλούς, τα ταμπούρλα,
και ξύλινα άλογα και κούκλες απ' τα παιδικά μας χρόνια,
επίσημες στολές τού πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι τού μεγάλου αδελφού μας,
η φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες τού μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,
κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες - όλα ανάκατα,
χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.

Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα
αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,
το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,
αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο
ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ' τα περίχωρα.

Κι ούτε να πεις πως κ' έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε
από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,
για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο
το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσει
μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση
σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.

Κάθε σκιά στο βάθος τού καθρέφτη, κάθε τρίξιμο
απ' τα μικρά δόντια τού ξυλοφάγου ή του σκόρου,
συνεχίζεται απέραντα ως τα λεπτότατα, ινοειδή αγγεία της σιωπής, ως μέσα στις φλέβες
της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται ευδιάκριτα
ο χτύπος απ' τον αργαλειό τής πιο μικρής αράχνης, κάτω στα υπόγεια, ανάμεσα στα κιούπια,
ή το πριόνι τής σκουριάς στο χέρι των μαχαιροπίρουνων
κι άξαφνα ο μέγας γδούπος στον κάτω προθάλαμο
Όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα ξεκολλάει και πέφτει
σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο κτίριο.

Κι όταν, καμιά φορά, το χάραμα, περνάει ο σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,
το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ' όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,
στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,
στα κουδουνάκια απ' το κοστούμι τού πιερότου, που 'χε φορέσει ο μικρός αδελφός μας
μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας - κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,
μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμά μου πιάστηκε στο φράχτη,
έτρεξα να προφτάσω τούς άλλους το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπό του
τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό μου - δεν μπορούσα πια να περπατήσω
κ' οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ' τα δέντρα
κι ακούγονταν σ' έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων
και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ' το αόρατο Μυρτώον πέλαγος,
κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι σαστισμένοι
γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη
σαν εκείνη πού βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας
ή τούς καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες -

Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε, βέβαια,
να κρατήσουμε κάτι απ' όλα αυτά και για προσωπική μας χρήση,
καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη, κανέναν καθρέφτη
να χτενίζουμε πότε - πότε τα μαλλιά μας. Μα ποιος να τα φρόντιζε;
Τουλάχιστον έτσι,
μπορεί να τ' ακούμε να φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μάς παράτησαν.

Γιάννης Ρίτσος, Η επιστροφή τής Ιφιγένειας (απόσπασμα)

...

Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι
ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι' αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους
που φεύγουν κι αυτοί∙ — κυκλοφορούν με φυσικότητα
ανάμεσα στο θάνατό τους.
                                      Το πιρούνι ή το κουτάλι
βρίσκει το στόμα τους αλάθευτα, χωρίς δισταγμό, χωρίς παύση,
ενώ σιμά τους, πλευρό με πλευρό, οι πεθαμένοι
κοιτάζουν τις μηχανικές κινήσεις των χειλιών τους, χωρίς να τρώνε εκείνοι. Και το μήλο
πούχε κυλήσει κάτω απ' το τραπέζι κ' ύστερα
κάτω απ' τον καναπέ κ' εξαφανίστηκε — πιθανόν σε μια τρύπα στο πάτωμα
ή μέσα στον τοίχο, — τόχε κλωτσήσει με το πόδι του ο μικρός πεθαμένος
κ' ίσως το βρήκαν στο δρόμο τα παιδιά, μες στη λιακάδα,
και το μοιράστηκαν δαγκώνοντας με τη σειρά τους ένα-ένα —
λογής-λογής αποτυπώματα δοντιών, — κ' είταν εκείνο το ίδιο
που βρήκαμε προχτές στον κήπο μέσα στις ξερές πευκοβελόνες.

Τι περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σ' αυτή την ερήμωση; Τι περιμένουμε ακόμη; —
γιατί (δεν ωφελεί να το κρύψουμε): περιμένουμε ακόμη
πίσω απ' την πόρτα, πίσω απ' τα ρούχα μας, πίσω απ' το θάνατό μας,
πίσω απ' τα μάτια μας, μέσα στο κυμαινόμενο σκοτάδι,
μέσα στις γερασμένες κάμαρες με τις μακριές, ετοιμόρροπες κουρτίνες
κατεβασμένες μ' έμφαση ως κάτω, για να δείχνουν
ότι τάχα δεν περιμένουμε.

Γιάννης Ρίτσος, Περσεφόνη (απόσπασμα)

...

Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει
η κούραση, η παραίτηση, — μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,
ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα
να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ' ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,
να φυσήξει μια στάλα απ' το πευκόδασος ή κάτω απ' τη θάλασσα,
να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.
                                                        Έξω απ' τα παράθυρα
ακούς να περνάει ο πλανόδιος βιολιστής, ο κουτσός φανοκόρος,
εκείνοι οι αμίλητοι, αργοπορημένοι οδοιπόροι κρατώντας στα χέρια τους
δρύινα κιβώτια δεμένα με κόκκινες ταινίες, και οι άλλοι
πεσμένοι μπρούμυτα, χτυπώντας με τις δυο παλάμες τους το χώμα.

Ακούς και τ' άλογα στο σταύλο, και το νερό που πέφτει
καθώς υψώνουν οι προσκυνητές δυο πήλινα δοχεία,
τόνα προς την ανατολή και τ' άλλο προς τη δύση, χύνοντας υδρομέλι
ή κριθαρόνερο ανακατεμένο με άγρια μέντα
πάνω στο λάκκο με τις δάφνες, ενώ μουρμουρίζουν
διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια. Κ' η φωνή τής μητέρας
κάτι να λέει για τ' «ολόχρυσο στάχυ, το θερισμένο στη σιωπή». Μήτε η νύχτα
δεν ξεκουράζει∙ — ένας απέραντος διάδρομος, κρυψίνοος,
με αγάλματα τεράστια, με ζωγραφιστά παραπετάσματα, προσωπίδες, καθρέφτες,
απάτες οπτικές, μεταλλικά αντικείμενα, κρύσταλλα, πόρτες, πέτρες,
μια στο σκοτάδι, μια στο φως, — η ίδια εκείνη σκάλα,
τόνα σκαλί χρυσό και τ' άλλο μαύρο.
                                                  «Σπάσ' την», τούλεγα.
Κ' οι τρεις γυναίκες πάντα εκεί, με γυρισμένες πλάτες,
με σκεπασμένα πρόσωπα, σκυμμένες πάνω απ' το άδειο πηγάδι,
φωνάζοντας λόγια ακατανόητα∙ κ' οι αντίλαλοι πολλαπλασιάζοντας
την ανεξήγητη φωνή τους μες απ' το πηγάδι. Δεν αντέχω εδώ πέρα.

Τούτο το φως το αναστάσιμο, θάνατος. Τράβηξε τις κουρτίνες.
Μεγάλο, αμείλικτο, εχθρικό καλοκαίρι. Ο ήλιος
σε αρπάζει απ' τα μαλλιά, σε κρεμάει στο γκρεμό. Ποιος με ορίζει;
Εκείνος; Το σκυλί του; Η μητέρα; Καθένας
για κάποιο δικό του σκοπό που με αφορά και που εγώ δεν τον ξέρω.

Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη (απόσπασμα)

...

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.
Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ' ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κ' ένας κόκορας πολύχρωμος — μου 'κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;
μήπως υποταγή; γλυκειά σοφία τού αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.

Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό
να 'ταν ή δυστυχία της. Κ' ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα 'θελε να 'ναι κάτι άλλο απ' ότι είναι. Άλλος τ' αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο τού ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω - γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη ή απελπισμένη.

Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,
την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι τής τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κ' έφυγα.
Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.

Ποτέ δεν της το 'πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κ' εκείνη (και το 'ξερε). Μπορεί και ν' αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν
να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι∙
μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κ' εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,
η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.

Κ' εκείνο τ' άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το 'βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ως το περβάζι. Κ' ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.

Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία — ποια αμαρτία; —
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν ή αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή∙ εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι τού λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,
είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ' εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ' τις τρομερές της αποφάσεις, απ' τούς ηθικούς κανόνες,
απ' όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ο μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μες απ' το θάνατο,
να διακρίνουμε το κάλλος τού σώματος; — ίσως
γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)
κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη — απόρθητη —

Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες
αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν
να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα - ένα τα δάχτυλα
στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,
κ' η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,
ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,
το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ' έβρεχε∙ — θα 'θελα πάλι
να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα
πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ' το παράθυρο
και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνους
και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ' αλήθεια νεκρός.

Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγγος τού Κρέοντα
κ' η κλαγγή τού σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.

Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται ή ζωή μας.


Ο Αγαμέμνων (Οδυσσέα Ελύτη)

Γρήγορα που σκοτεινιάζει, φθινοπώριασε,
Δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο, χώρια εσέ.
Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
Προδομένος απομένει ποιός; ο φίλος σου.

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
που σου '
μελλε να το βρεις απ' τη γυναίκα σου.
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου.

Άσ' τον άνεμο να λέει άσ' τον να φυσά
κάποιος θα 'ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα.
Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις - ποιος ο νικητής;
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
που σου '
μελλε να το βρεις απ' τη γυναίκα σου.
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου